Η νέα ιστοσελίδα του Φορέα Διαχείρισης Παμβώτιδας λειτουργεί στη διεύθυνση lakepamvotis.eu - Μεταβείτε

Δελτίο Τύπου - "Εμπλουτισμός της Λίμνης με γόνο αλλόχθονων - ξενικών ειδών, όπως ο κοινός Κυπρίνος (Cyprinus carpio)"

H επιστημονική επιτροπή (Ε.Ε) του φορέα συγκροτήθηκε πριν από ένα περίπου χρόνο με σκοπό την παροχή επιστημονικά τεκμηριωμένων εισηγήσεων για κάθε θέμα που αφορά τη διαχείριση του προστατευόμενου αντικειμένου (Εσωτερικός Κανονισμός λειτουργίας ΦΔΛΠ). Στην πρώτη συνεδρίαση της Ε.Ε. τέθηκαν τα θέματα που έπρεπε άμεσα να συζητηθούν και αφορούσαν: 1. τον ευτροφισμό και 2. τον εμπλουτισμό με αλλόχθονα - ξενικά είδη. Η σειρά με την οποία επιλέχθηκαν τα θέματα για να συζητηθούν δεν ήταν τυχαία. Ο ευτροφισμός ως αποτέλεσμα της ρύπανσης θεωρείται το κυριότερο πρόβλημα για τα υδάτινα οικοσυστήματα παγκοσμίως, ενώ ο ‘΄εμπλουτισμός'' με ξενικά είδη είναι η νούμερο δύο απειλή για τα εν λόγω οικοσυστήματα. Όσον αφορά το δεύτερο θέμα η Ε.Ε διατύπωσε, μετά από εξέταση των δεδομένων, το προφανές, ότι δηλαδή οι πρακτικές στη λίμνη Παμβώτιδα πρέπει να συμβαδίζουν με τις διεθνείς πρακτικές. Το ζήτημα τίθεται ακόμη πιο επιτακτικά με δεδομένο ότι η Παμβώτιδα είναι επίσης και προστατευόμενη περιοχή.

Όσον αφορά το είδος Cyprinus carpio δηλαδή τον κοινό Κυπρίνο, είναι ενδημικό είδος της Ασίας. Στην Ευρώπη η εισαγωγή του χρονολογείται από τη Ρωμαϊκή εποχή. Κατά τον 12ο και 13ο αιώνα εξαπλώθηκε σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες ως καλλιεργούμενο είδος από καθολικούς μοναχούς. Στην Αμερική εισήχθη το 1877 (Druid Hill Park, Baltimore, Maryland}και την ίδια περίπου εποχή και στην Αυστραλία. Στη λίμνη Παμβώτιδα εισήχθη από Ιταλούς ιχθυολόγους τη δεκαετία του 1920 (για το λόγο αυτό φέρει και το όνομα Ιταλός). Το είδος προσαρμόστηκε στη Λίμνη μας και πράγματι στήριξε τη διατροφή των Γιαννιωτών τα δύσκολα χρόνια του Μεσοπολέμου και της κατοχής.
Ο κοινός Κυπρίνος είναι ένα πολύ ανθεκτικό ψάρι και μπορεί εύκολα να κυριαρχήσει στα υδάτινα οικοσυστήματα εξαιτίας του μεγάλου μεγέθους του αλλά και του μεγάλου χρόνου ζωής του. Τα ενήλικα άτομα, δεν έχουν φυσικούς εχθρούς στα οικοσυστήματα στα οποία εισήχθησαν.
Οι επιδράσεις της εισαγωγής κυπρίνου σε υδάτινα οικοσυστήματα είναι πολύπλοκες. Οι κυπρίνοι ξεριζώνουν την υδρόβια βλάστηση στον πυθμένα των λιμναίων οικοσυστημάτων στην προσπάθειά τους να τραφούν με ασπόνδυλα του βυθού. Αυτή τους η δραστηριότητα προκαλεί επιπλέον και επαναιώρηση των ιζημάτων με αποτέλεσμα την αύξηση της θολερότητας των υδάτων και την τροφοδοσία της στήλης του νερού με θρεπτικά. Η αυξημένη θολερότητα περιορίζει περαιτέρω την ανάπτυξη των φυτών του πυθμένα. Ο κυπρίνος προκαλεί επίσης ελάττωση των ζωοπλαγκτονικών οργανισμών και των ασπονδύλων τόσο άμεσα (γιατί αποτελούν τροφή του) όσο και έμμεσα καταστρέφοντας τη βλάστηση που αποτελεί φυσική κάλυψη για τις παραπάνω κατηγορίες οργανισμών. Ως αποτέλεσμα, οι πληθυσμοί του φυτοπλαγκτού αυξάνονται (συνηθισμένο φαινόμενο στη λίμνη μας) εξαιτίας τόσο της επαναιώρησης θρεπτικών από τα ιζήματα όσο και της μείωσης του ζωοπλαγκτού που αποτελεί τον κύριο θηρευτή του φυτοπλαγκτου. Η προϋπάρχουσα τροφική αλυσίδα στο οικοσύστημα καταρρέει εξαιτίας της μείωσης του ζωοπλαγκτού και των ασπονδύλων, τα οποία αποτελούν τροφή και για τα υπόλοιπα είδη ψαριών της λίμνης. Επιπρόσθετα, η εξαφάνιση της βλάστησης του πυθμένα περιορίζει την αναπαραγωγή των γηγενών ψαριών (ενδημικών ή μη) καθώς αυτή αποτελεί τη θέση εναπόθεσης των αυγών αλλά και την περιοχή όπου ο γόνος κρύβεται και μεγαλώνει. Αυτή η διαταραχή οδήγησε και στην εξαφάνιση της ενδημικής τσίμας (Phoxinellus epιroticus).
Είναι επίσης φυσικό όλες αυτές οι ανατροπές στο οικοσύστημα να επιδρούν και στην αναπαραγωγή του ίδιου του κυπρίνου. Απόδειξη για τούτο είναι η μειωμένη ιχθυοπαραγωγή κυπρίνου με την πάροδο του χρόνου. Η κοινή λογική υποδεικνύει ότι η λύση δεν είναι η τεχνητή αναπαραγωγή αυτού και ο εμπλουτισμός της λίμνης ξανά με αυτό το είδος. Η λύση είναι η αποκατάσταση του φυσικού βιοτόπου στην καταστροφή του οποίου συνέβαλλε και ο κυπρίνος.
Η επιστημονική επιτροπή έχοντας υπ' όψιν όλη τη σχετική βιβλιογραφία, γνωρίζοντας τις προσπάθειες που καταβάλλονται σε πολλές χώρες για τον περιορισμό του κυπρίνου στα οικοσυστήματα στα οποία εισήχθη και με δεδομένο ότι θεωρείται ένα από τα 100 πιο επικίνδυνα είδη για τα οικοσυστήματα (Analysed from the Global Invasive Species Database (http://www.issg.org/database/species/) δεν μπορεί να συναινέσει σε εμπλουτισμούς χωρίς αρχές και χωρίς προϋπάρχουσες μελέτες. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ε.Ε. δεν αναγνωρίζει τις κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις της αναστολής των εμπλουτισμών, θεωρεί όμως ότι βάση για περαιτέρω συζήτηση αποτελεί καταρχήν η αποδοχή από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς των επιστημονικών δεδομένων τα οποία επιβάλλουν την αναστολή αυτή.
Προς ενημέρωση οποιουδήποτε ενδιαφέρεται να αποκτήσει ιδίαν άποψη για το θέμα, η επιστημονική επιτροπή παραθέτει ενδεικτική βιβλιογραφία πάνω στο θέμα .

Μέλη Επιστημονικής Επιτροπής
Κατσίκης Απόστολος - Καθηγητής Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Λεονάρδος Ιωάννης - Επίκουρος Καθηγητής Εφαρμοσμένης Ζωολογίας-Ιχθυολογίας του Τμήματος Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Μπριασούλης Ευάγγελος - Επίκουρος Καθηγητής Ογκολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Νούτσου Μαρίνα - Master Αρχαιολογίας
Παπάζης Γεώργιος - Master Γεωπονίας.
Πηλίδης Γεώργιος - Αναπληρωτής Καθηγητής Περιβαλλοντικής Χημείας του Τμήματος Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Σαΐνης Ιωάννης - Δόκτωρ Μοριακής Βιολογίας, Αντιπρόεδρος Φ.Δ.Λ.Π.